Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Εφτάψυχος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. αυτός που έχει επτά ψυχές. 2. μτφ. αυτός που κατορθώνει να επιβιώσει σε κακές συνθήκες.