Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζαβαλλιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η ζαβολιά, η σκανδαλιά. 2. η προσπάθεια εξαπάτησης.

Συνώνυμα:

Ζαολιά (η)