Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζαβράζος, -α, -ον »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. αυτός που στο περπάτημα του κλίνει προς την αριστερή πλευρά. 2. το γαϊδούρι με βηματισμό προς τα αριστερά 3. (συνεκδ.) ο αδέξιος άνθρωπος.

Συνώνυμα:

Ζαρβάζος, -α, -ον