Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζαβώννω »

Ρήμα

Σημασία:

λυγίζω, στραβώνω, διαστρεβλώνω, παραμορφώνω.

Συνώνυμα:

Ζαώννω