Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζαμπού (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η μικρή γάμπα. 2. βλ. ζαμπής (άτομο με χοντρές γάμπες). 3. κορίτσι με παχουλές γάμπες.

Συνώνυμα:

Ζαμπουρτής, -ού, -ίν