Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζαμπούρτα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. ζαμπάς (αυτός που έχει χοντρές γάμπες). 2. η χοντρή γυναίκα.