Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζαρβέττα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ζαβρέττα (η πετσέτα, η μαντηλιά).

Συνώνυμα:

Ζεβρέττα, Ζερβέττα, Μαντηλιά, Σαρβέττα, Σερβέττα (η)