Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δεκράνιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

γεωργικό εργαλείο σε σχήμα περόνης.

Συνώνυμα:

Δικράνιν (το), Διχάλα (η), Διχάλιν (το)