Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Διπίθαμος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

αυτός που έχει μήκος ή ύψος δύο πιθαμών, ο υπερβολικά κοντός.

Συνώνυμα:

Δκυοπίθαμος, Θκυοπίθαμος, -η, -ον