Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Διπλάρκος (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. διπλάρισμαν (ο καλπασμός, το γρήγορο τρέξιμο ιπποειδών).