Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Διπλόραχον (το) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. διπλόραχος (άνθρωπος με πολύ φαρδιά ράχη).

Συνώνυμα:

Διπλόρασ̌η (η)