Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Διπλοφάκκημαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το διπλό κτύπημα. 2. το έντονο κτύπημα.

Ετυμολογία:

διπλή=δύο φορές+φατσ̆ιά= κτύπημα

Συνώνυμα:

Διπλοφάτσ̌ιν (το)