Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δισέγγονος, -η, -ον »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. δισάγγονος (το παιδί του εγγονού ή της εγγονής σε σχέση με τον παππού ή τη γιαγιά τους).