Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Δίστρατον (το) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
συγκεριμένο σημείο που χωρίζει ο δρόμος σε δύο κατευθύνσεις, δύο δρόμους.
Ετυμολογία:
δις= δύο+στράτες= δρόμοι
Συνώνυμα:
Διχάλιν (το)
Ειδικές φράσεις:
«ξέρω πως δεν εξέηκες
΄κόμα που την βουλήν μου,
σε λλίον όμως θα βρεθείς
τζ̌αι ξηστιτζ̌ή εννά σταθείς
σε δίστρατον, πουλλίν μου...»
(Αψερού Γ. Ανδρέα, «Τα λαμπικκαρισμένα μου», σελ.72, 2002)