Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δίχορον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. δίτζ̌οιλον (το δέντρο που παράγει καρπούς δυο φορές ανά έτος).

Συνώνυμα:

Δίφορον (το)