Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δίχωρον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. δίφωρον (δωμάτιο μεγάλου μεγέθους όπου χωριζόταν με καμάρα).