Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δκιακονίτισσα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. δκιακονητής (o ζητιάνος, ο επαίτης).

Συνώνυμα:

Δκιακονιάρης, -α, Θκιακονητής (ο), Θκιακονίτισσα (η)