Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Δκιαλαλητής (ο) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
ο διαλαλητής.
Ετυμολογία:
διά+λαλώ
Συνώνυμα:
Θκιαλαλητής (ο)
Ειδικές φράσεις:
«...να το σηκώσεται ψηλά, να το’ χετε παγκιέρα,
τους λας να ‘ν’ το δκιαλάλημαν, να φαΐν εται που πέρα...»
(Κατσαντώνη Κώστα, «Τζυπριώτικες περιλοές», σελ.25, Βιβλιοθ. Κυπρ. Λαϊκών Ποιητών, 1992)