Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Δκιαλλάσσω »
Ρήμα
Σημασία:
διασχίζω ένα τόπο, αλλάζω θέση, πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο.
Ετυμολογία:
διά+αλλάσω
Συνώνυμα:
Θκιαλλάσσω
Ειδικές φράσεις:
«πλεβκάστε να δκιαλλάξουμεν
περάτες σκούντροι, ξένοι
γενιά της πίσσας, του φονιά
τζ̌ι εν ννεν δική σας η γωνιά
τούτ΄η εβλοημένη»
(Μαυρίδη Χ.Ν. «Τζ̌ιυπριώτικα τραγούδια-ο φιλόσοφος ρεσπέρης», Δ΄, σελ 48, 1961)