Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δοντάκρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. οδοντιατρικό εργαλείο για την εξαγωγή των δοντιών, η οδοντάγρα. 2. η λαβίδα.

Συνώνυμα:

Ζοντάκρα, Ζοντάρκα (η)