Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δούλεμμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η λεπτομερής επεξεργασία. 2. το πλάσιμο με το χέρι. 3. μτφ. η κοροϊδία.