Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δρακούνα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η γυναίκα του δράκου. 2. μτφ. γυναίκα με ετσιθελική συμπεριφορά.