Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δρονιασμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

1. θρονιασμένος, εκείνος που κάθεται στον θρόνο 2. μτφ. βολεμένος