Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζοβολώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. βρωμοζολώ (αναδίδω δυσάρεστη οσμή, βρομώ).

Συνώνυμα:

Ζολοβρωμώ, Ζολώ, Ζοολώ