Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζόγχος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το αγριόχορτο ζόχος ή ζοχιά (είναι φυτό μονοετές, διετές ή πολυετές και έχει όρθιο βλαστό και χυμό σαν γάλα).

Συνώνυμα:

Ζόχχος, Τζ̌όχχος (ο)