Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καζαούνιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. καζάβιν (είδος αγριόχορτου).

Συνώνυμα:

Καζάιν, Καζάφιν (το)