Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καθελλίτζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. καθείλλισμαν (είδος ραψίματος).

Συνώνυμα:

Καθειλλίτζ̌ιν (το)