Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κακοπαθθαίννω »

Ρήμα

Σημασία:

κακοπαθαίνω, ταλαιπωρούμαι.

Συνώνυμα:

Κακοπαθκιάζω