Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καλαθάρκα (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

πλεκτός σάκος του ώμου.

Συνώνυμα:

Κοφιναρκά, Συρίζα (η)