Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ηλιόκαμμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το δειλινό του Μάη. 2. το έγκαυμα ή και μαύρισμα από την έκθεση στον ήλιο.

Ετυμολογία:

ήλιος + κάμμαν (<αρχ. καύμαν)

Συνώνυμα:

Λιόκαμμαν (το)