Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Θεμωνιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η δέσμη από θερισμένα στάχυα, το χερόβολο.

Συνώνυμα:

Θημωνιά (η)