Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Θεόστραος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. θεόστραβος (1. ο θεότυφλος, ο τελείος τυφλός. 2. μτφ. ο τελείος αφηρημένος).