Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Θηλλύτζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το κουβάρι του νήματος ή του μαλλιού.

Συνώνυμα:

Θηλύτζ̌ιν (το)