Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Θκειούλλα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. δκειούλλα [1. η θεία (χαϊδευτικά). 2. μτφ. η γιαγιούλα].