Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Θκιαλλάσσω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. δκιαλλάσσω (διασχίζω ένα τόπο, αλλάζω θέση, πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο).

Συνώνυμα:

δκιαλλάσσω