Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Θκιάολος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βερζεβούλης (ο Σατανάς, ο Διάβολος).

Συνώνυμα:

Δκιάολος, Ζερζεβούλης, Σ̌εϊττάνης (ο)