Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Θυμωθκιάρης, -α, -ικον »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. θυμωδκιάρης (ο ευέξαπτος, αυτός που θυμώνει εύκολα).