Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ικκίπιρον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η ζαριά δύο-ένα.

Ετυμολογία:

τουρκ. ikibir (κυριολεκτικά: δύο ένα)

Συνώνυμα:

Κκίπιρον (το), ικκίππιρ (το), ικκίπιρος (ο)