Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ισάτσ̌ιν (το) »

Χωρίς Κατηγορία

Σημασία:

βλ. γισάτσ̌ιν (διπλός σάκος που κρεμιόταν απ’ τον ώμο ή από το σαμάρι ενός ζώου).

Ετυμολογία:

Ισάτσ̌ιν< δισάκι < μεσαιωνική ελληνική δισάκι(ν) / δισάκιον < ελληνιστική κοινή δισάκκιον < δι- + αρχαία ελληνική σακκίον / σακίον < σάκκος / σάκος < σημιτική

Συνώνυμα:

Δισάτσ̌ιν (το), γισάτσ̌ιν (το)