Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καβάιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. καβάδιν [το πανωφόρι (ανδρικό ή γυναικείο ένδυμα που φοριέται πάνω από τον κορμό και σε ορισμένες περιπτώσεις, φτάνει μέχρι τα γόνατα)].

Συνώνυμα:

Καββάιν (το)