Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καβαλλικώ »

Ρήμα

Σημασία:

καβαλάω.

Συνώνυμα:

Kαβαλλιτζ̌εύκω, Καλλιτζ̌εύκω