Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καβάτζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. όταν περπατάς με τα χέρια, σε άσκηση. 2. είδος λεύκας που μοιάζει με κυπαρίσσι. 3. μτφ. ο λυγερός.