Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζέγνω »

Ρήμα

Σημασία:

1. ζευγνύω, περνώ ζυγό σε ζώο, για να εκτελέσει κυρίως γεωργικές εργασίες. 2. μτφ. α) ραπίζω. β. επιφορτίζω. γ. δίνω οδηγίες/εργασίες.

Συνώνυμα:

Ζέχνω