Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζευκάς (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ζευκαλάτης (1. ο ζευγάς. 2. το πουλί τσιλιβήθρα, η σουσουράδα).

Συνώνυμα:

Ζευκολάτης (ο)