Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζηδκιανεύκω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. δικονίζουμαι (διακονεύω, ζητιανεύω).

Συνώνυμα:

Δκιακονεύκω, Δκιακονώ, Ζηθκιανεύκω, Θκιακονώ, Ψουμοζητώ