Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζηδκιανιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. δκιακονειόν (η ζητιανιά, η επαιτεία).

Συνώνυμα:

Ζήδκεια, Ζηθκιανιά (η), Θκιακονειόν (το)