Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κάππα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η κάπα, το γυναικείο πανωφόρι σαν μπέρτα, αμάνικο ή με ανοίγματα για τα χέρια. 2. ο σκούφος. 3. τα κυμμάτισμα των μαλλιών.