Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καρακάξα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. είδος πουλιού. 2. μτφ. η άσχημη γυναίκα.

Συνώνυμα:

Κατσηκορώνα, Κατσηκουτάλα, Τσ̌ίσσα (η)