Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καρισ̌εύκουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

1. ανακατώνομαι, ασχολούμαι με μια προσωπική υπόθεση κάποιου ή σε ζήτημα που δεν με αφορά. 2. αναμειγνύομαι, παίρνω το μέρος κάποιου. 3. γνοιάζομαι.