Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καρρότσα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η τετράτροχη άμαξα που τη σέρνουν άλογα, για τη μεταφορά κυρίως ανθρώπων.